γανώνω

γανώνω
(I)
(AM γανόω, -ῶ)
κασσιτερώνω, καλύπτω την εσωτερική επιφάνεια χάλκινων σκευών με ρευστό κασσίτερο
μσν.- νεοελλ.
(μτχ.) γανωμένος
μεθυσμένος
νεοελλ.
1. εξαπατώ, παραπείθω
2. ταλαιπωρώ, ζαλίζω («μού γάνωσε το κεφάλι»)
αρχ.
1. κάνω κάτι να λάμπει
2. ευφραίνω, χαροποιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάνος (Ι). Η λ., εξαιτίας τής σημασίας της «κάνω κάτι να λάμπει», χρησιμοποιήθηκε και για τα μέταλλα και τα χαλκώματα, τα οποία λόγω τής σκουριάς και τής μουτζούρας καλύπτονταν με κασσίτερο, προκειμένου ν' ανακτήσουν τη λάμψη τους. Το ρ. γανώνω εξελίχθηκε πιθ. σημασιολογικά στη σημ. «μουτζουρώνω» (γανώνω ΙΙ), οπότε και το ουσ. γάνα είναι μεταρρηματικός υποχωρητικός σχηματισμός (πρβλ. απλώνω < άπλα, λερώνω < λέρα κ.λπ.). Αν το γανώνω (II), με τη σημ. «μουτζουρώνω», θεωρηθεί ετυμολογικώς άσχετο προς το γανώνω (Ι), τότε προέρχεται πιθ. από το ουσ. γάνα, το οποίο στην περίπτωση αυτή είναι άγνωστης ετυμολογίας].
————————
(II)
1. αλείφω με γάνα το πρόσωπο κάποιου, μουτζουρώνω
2. προσβάλλω ηθικώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γανώνω (Ι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γανώνω — γανώνω, γάνωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γανώνω — γάνωσα, γανώθηκα, γανωμένος 1. καλύπτω με κασσίτερο χάλκινα σκεύη. 2. ζαλίζω, σκοτίζω: Μας γάνωσε το κεφάλι με τις φωνές της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγάνωτος — η, ο (Α ἀγάνωτος, ον) [γανώνω] (για σκεύη χάλκινα και γενικά μεταλλικά) αυτός που δεν επαλείφθηκε με κασσίτερο, ο μη γανωμένος, ακασσιτέρωτος (νεοελλ. φρ.) «μούτρα αγάνωτα», δηλ. άνθρωπος αναιδής, ξετσίπωτος «τενεκές αγάνωτος», για τον αγροίκο… …   Dictionary of Greek

  • γάνα — η 1. η πράσινη σκουριά που σχηματίζεται στα αγάνωτα χαλκώματα 2. η μουτζούρα τού φούρνου ή τών σκευών που τοποθετούνται πάνω στη φωτιά 3. οποιαδήποτε κηλίδα 4. ο εξευτελισμός («άνθρωπος τής πομπής και τής γάνας» άνθρωπος που έχει διαπομπευθεί και …   Dictionary of Greek

  • γανωτής — ο [γανώνω] ο γανωματής …   Dictionary of Greek

  • γανωτζής — ο [γανώνω] ο γανωματής …   Dictionary of Greek

  • γανώ — γανῶ ( άω) (Α) 1. (για μέταλλα) λάμπω, αστράφτω 2. (για ανθρώπους) λάμπω από χαρά 3. (για φυτά) θάλλω («νάρκισσον γανόωντα», Όμ.) 4. γυαλίζω, στιλβώνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού γάνυμαι*, με θέμα που λήγει σε έρρινο, αλλά χωρίς την… …   Dictionary of Greek

  • γανώσης — ο [γανώνω] ο γανωματής …   Dictionary of Greek

  • επικασσιτερώνω — εκτελώ επικασσιτέρωση*, ειδ. σε μαγειρικά σκεύη, γανώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κασσιτερώνω (< κασσίτερος). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη] …   Dictionary of Greek

  • καλαϊντίζω — και καλαϊδίζω και καλαϊλαδίζω [καλάι] κασσιτερώνω, γανώνω, καλύπτω με κασσίτερο την, εσωτερική κυρίως, επιφάνεια διαφόρων μαγειρικών σκευών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”